Ἀχαιμενίδῃ

Ἀχαιμενίδῃ
Ἀχαιμενίδης
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κυρός — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

  • κύρος — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

  • Περσικοί πόλεμοι — Με τον όρο αυτό δηλώνονται σε ευρεία έννοια οι εχθροπραξίες μεταξύ Ελλήνων και Περσών από το 498 π.Χ., οπότε οι Αθηναίοι και οι Ερετριείς έστειλαν βοήθεια στους επαναστατημένους Ίωνες, μέχρι το 448 (Eιρήνη του Καλλία). Ο Θουκυδίδης, όμως, ονόμαζε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”